-
1 ἐξ-ανα-κρούω
ἐξ-ανα-κρούω (s. κρούω), zurückschlagen, nur im med., τῇσι λοιπῇσι νηυσὶ ἐξανακρουσάμενοι, sich zurückziehen, Her. 6, 115.
-
2 ἐξανακρούω
ἐξ-ανα-κρούω, zurückschlagen; τῇσι λοιπῇσι νηυσὶ ἐξανακρουσάμενοι, sich zurückziehen
См. также в других словарях:
εξανακρούομαι — ἐξανακρούομαι (Α) μέσ. υποχωρώ, αναχωρώ, «ανακρούω πρύμναν», οπισθοδρομώ (στη θάλασσα) («τῇσι δὲ λοιπῇσι [νηυσὶ] οἱ βάρβαροι ἐξανακρουσάμενοι... περιέπλεον», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek